Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Νύχτα...

Κύματα. Έρωτας. Μια θάλασσα γεμάτη κύματα, αναμνήσεις. Πολλές φορές λέω να μη κολυμπήσω μεσα σε αυτές. Συνήθως καλοκαίρια είναι γεμάτη. Ανεκπλήρωτα όνειρα, χαμένες αγάπες, μισές λέξεις, μισή ψυχή.

Άσχημες αυτές οι νύχτες... Μου υπενθυμίζουνε γλυκά πως δεν θέλω να θυμάμαι, δε θέλω να ξεχνώ. Συνηθισμένο αίσθημα. Συνηθισμένη μοναξιά.

Κολυμπάς ήρεμα, παρά το χαλαρό κυματάκι, τις απαλές αναμνήσεις... και τότε σε χτυπά ένα μεγάλο, ορμητικό, παλιό, αγαπημένο. Πάλι. Αχ πόσο σου έλειψε, πόσο το είχες λατρέψει, πόσο το αγαπάς... Κι όμως. Προσπαθείς να το προσπεράσεις, ή μήπως όχι...;

Μπερδέματα μέσα στο σκοτάδι, σε παρασέρνει το μαύρο της νύχτας, το φως τη σε τυφλώνει, ψάχνεις κάπου να κρυφτείς... πες μου από τι. Η σιγή σε κουφαίνει. Θέλεις κάποιος να μιλήσει, να σου πει κάτι, κάτι μαγικό, να επιστρέψεις σε εκείνο το ορμητικό κύμα, να το προλάβεις, να κολυμπήσεις μέσα του, μέχρι να σε παει στην ακτή, στη στεριά του. Ταξίδι μεγάλο, πονεμένο, παραμυθένιο, σχεδόν αδύνατο. Σχεδόν.

Εμφανίζεται αυτή η βροχή. Εσύ. Πόσο την αγαπώ, πόσο σε αγαπώ! Δε μπορώ να στο πω, δε μπορείς να με ακούσεις, μονάχα σε αγκαλιάζω, κάθομαι στη βροχή, σε ένα παγκάκι, δίπλα σε κάποιον κουρελιασμένο, σχεδόν σωριασμένο πάνω του, άστεγο, κι όμως εγώ είμαι σπίτι μου, σπίτι μου η βροχή. Εσύ που είσαι μέσα σε κάθε σταγόνα, σταγόνα που βρέχει το πρόσωπό μου, εσύ που τρέχεις μαζί με τις σταγόνες των ματιών, και μετα χάνεσαι... Εσύ.

Κάπου κάπου κρυώνω, θέλω να φύγω, να χαθώ σε ένα στενό, να κρυφτώ κάτω από ένα δέντρο, να μη με αγκίζεις... Στιγμιαία.
Μένω εκεί. Μόνη. Σχεδόν. Εγώ και μία χαμένη ψυχή δίπλα μου.
Εγώ.