Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Αγκάθι

Στέκεις εκεί. Η μορφή σου ίδια. Η ίδια αγαπημένη και λησμονημένη.
Θυμίζεις κάτι από το χθες. Έχεις αυτή τη μαγία στα μάτια σου, εγκλωβισμένη εκεί. Και εγώ στέκομαι πίσω σου. Στέκομαι. Και κάθε στιγμή που περνά, νομίζω ψυχή μου, πως κάτι αλλάζει, κάτι με φέρνει πιο κοντά σου.

Κοντά.

Και βρίσκομαι στη μέση του πουθενά, με την μοναξιά μου, χωρίς το εγώ. Και αναρωτιέμαι πώς χάθηκα στη διαδρομή. Θυμάμαι λουλούδια, πολύχρωμα, απαλά, μαγικά, σα τα μάτια σου. Και εκεί εσύ, με ένα λουλούδι από τη χώρα της καρδιάς σου, τόσο τρομακτικά όμορφο με κοιτάς. Καθώς με πλησιάζεις βλέπω ένα τριαντάφυλλο... μαύρο, με ένα αγκάθι. Και μετά... τίποτα, εγώ στο πουθενά, με ένα ματωμένο δάχτυλο, και ένα μαύρο δάκρυ. Γύρω μου σιγά σιγά αρχίζει να κυριαρχεί η αναρχία, ο ουρανός είναι μελανιασμένος, τα δέντρα απογυμνωμένα, γερασμένα, τα πουλιά δεν κελαηδούν, θα σου έλεγα πως κλαίνε, δε νομίζω πως θα καταλάβαινες όμως. Το νερό ταραγμένο και ας μη φυσάει. Σταγόνες της βροχής, πέφτουν από έναν ουρανό χωρίς σύννεφα. Και μένω εκεί. Προσπαθώ να καταλάβω. Τι;


Εσένα.

Χάθηκα στην ψυχή σου. Είναι που ξέχασες να με πάρεις αγκαλιά καθώς με οδηγούσες σε αυτήν, τότε που πίστευα πως θα με βρεις, τότε που χόρευες μαζί μου, εσύ, η ψυχή σου, ο έρωτάς σου, η καρδιά σου, όλο σου το είναι.

Η αφελής.

Και εκεί μένω ως παιδί, ένα παιδί που μόλις κατάφερε να πετάξει τον χαρταετό του, μα ο αέρας τον πήρε λησασμένα, άδικα, απροσδόκητα και έμεινε εκεί η παιδική ψυχή μέσα στο αχανές πουθενά, να κλαίει για το χαμένο του όνειρο, να ελπίζει για μια επιστροφή.

Τρίτη 2 Ιουνίου 2009

Μια στιγμή

Στιγμές...

είναι κάτι στιγμές σα κι αυτές... που θυμίζουν το χθες. Κάτι γλυκόπικρο, μια ανάμνηση τόσο όμορφη... και ένα δάκρυ τόσο πικρό να τρέχει στο πρόσωπο, σα να προσαθεί να εξαφανιστεί... μαζί με όλες τις σκέψεις, μαζί με την καρδιά.... όμως όχι, τίποτα από όλα αυτά δε συμβαίνει.

Κάθομαι εκεί, στη γωνία μόνη. Εγώ και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Κόκκινο σα την αγάπη, γλυκό, βαρύ. Νομίζεις θα μεθύσεις από τη μυρωδιά του. Παλιά, αγαπημένη, λησμονημένη. Ανάμνηση.

Μετά από το πρώτο δάκρυ, έρχεται και το επόμενο, πιο αργό αυτή τη φορά, παραδέχεται κάθε συναίσθημα και απλά το αφήνει να κυλήσει, όμορφα... γλυκά. Δε θα αντισταθεί, δε μπορεί να κρυφτεί, παρασύρει κι άλλα μαζί του. Σιωπή.

Ψυχή μου...

Μια γουλιά κρασί, ένα κλείσιμο των ματιών, μια λίμνη δακρύων, ένας αναστεναγμός, τα μάτια στο κενό, περιμένουν... μονάχα σκοτάδι. Τίποτα. Εσύ πουθενά. Είσαι μια σκιά στο μυαλό, ενα κομμάτι στην καρδιά, ένας διάλογος στο πουθενά.

Ένα χαμόγελο ξεφεύγει, για όλα αυτα που πέρασαν, μαζί με ένα δάκρυ που δεν κράτησαν. μια ελπίδα για το μέλλον, πεθαίνει, το χέρι σφίγγει.... το ποτήρι σπάει.

Λυγίζω...



Μια στιγμή... στο ημίφως...

Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Νύχτα...

Κύματα. Έρωτας. Μια θάλασσα γεμάτη κύματα, αναμνήσεις. Πολλές φορές λέω να μη κολυμπήσω μεσα σε αυτές. Συνήθως καλοκαίρια είναι γεμάτη. Ανεκπλήρωτα όνειρα, χαμένες αγάπες, μισές λέξεις, μισή ψυχή.

Άσχημες αυτές οι νύχτες... Μου υπενθυμίζουνε γλυκά πως δεν θέλω να θυμάμαι, δε θέλω να ξεχνώ. Συνηθισμένο αίσθημα. Συνηθισμένη μοναξιά.

Κολυμπάς ήρεμα, παρά το χαλαρό κυματάκι, τις απαλές αναμνήσεις... και τότε σε χτυπά ένα μεγάλο, ορμητικό, παλιό, αγαπημένο. Πάλι. Αχ πόσο σου έλειψε, πόσο το είχες λατρέψει, πόσο το αγαπάς... Κι όμως. Προσπαθείς να το προσπεράσεις, ή μήπως όχι...;

Μπερδέματα μέσα στο σκοτάδι, σε παρασέρνει το μαύρο της νύχτας, το φως τη σε τυφλώνει, ψάχνεις κάπου να κρυφτείς... πες μου από τι. Η σιγή σε κουφαίνει. Θέλεις κάποιος να μιλήσει, να σου πει κάτι, κάτι μαγικό, να επιστρέψεις σε εκείνο το ορμητικό κύμα, να το προλάβεις, να κολυμπήσεις μέσα του, μέχρι να σε παει στην ακτή, στη στεριά του. Ταξίδι μεγάλο, πονεμένο, παραμυθένιο, σχεδόν αδύνατο. Σχεδόν.

Εμφανίζεται αυτή η βροχή. Εσύ. Πόσο την αγαπώ, πόσο σε αγαπώ! Δε μπορώ να στο πω, δε μπορείς να με ακούσεις, μονάχα σε αγκαλιάζω, κάθομαι στη βροχή, σε ένα παγκάκι, δίπλα σε κάποιον κουρελιασμένο, σχεδόν σωριασμένο πάνω του, άστεγο, κι όμως εγώ είμαι σπίτι μου, σπίτι μου η βροχή. Εσύ που είσαι μέσα σε κάθε σταγόνα, σταγόνα που βρέχει το πρόσωπό μου, εσύ που τρέχεις μαζί με τις σταγόνες των ματιών, και μετα χάνεσαι... Εσύ.

Κάπου κάπου κρυώνω, θέλω να φύγω, να χαθώ σε ένα στενό, να κρυφτώ κάτω από ένα δέντρο, να μη με αγκίζεις... Στιγμιαία.
Μένω εκεί. Μόνη. Σχεδόν. Εγώ και μία χαμένη ψυχή δίπλα μου.
Εγώ.

Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

Ωκεανός

-Καμιά φορά αναρωτιέμαι τι περιμένουμε...
Σιωπή.
-Να είναι πλέον πολύ αργά, κυρία.



Αλεσσάντρο Μπαρρίκο

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Παράλληλα σύμπαντα.

Θεωρίες.

Πολλές φορές αναρωτιέμαι γιατί δυο άνθρωποι που μιλάνε την ίδια γλώσσα, έχουν παρόμοιες αντιλήψεις, δε μπορούν να συνεννοηθούν. Να είναι τα νεύρα; Μπορεί.

Μήπως είναι η αυλαία που έχει πέσει; Μήπως είναι όλα πλέον μια κακή συνήθεια και σιγά σιγά το καταλαβαίνεις και αντιδράς;
Πες μου σε παρακαλώ και μετά φύγε αν το θες, φύγε. Δε θα σε παρακαλέσω άλλο, κουράστηκα, ίσως και να απογοητεύτηκα, αλλά έτσι είναι οι σχέσεις των ανθρώπων, απογοητεύσεις.

Κάποτε μου είχαν πει: "Μη φοβάσαι να δοθείς."

Αλλά όχι... δεν είναι αυτό που φοβάμαι, φοβάμαι τι θα γίνει μετά.
Όμως δεν αξίζουν οι άλλοι να ξέρουν;
Κάποιοι ναι, κάποιοι άλλοι πάλι όχι, δυστυχώς αυτό το μαθαίνεις πάντα μετά, ίσως πολύ μετά. Αλλά σημασία τελικά έχει η διαδρομή, όχι ο προορισμός.

Προχωράω δίπλα στη θάλασσα, είναι ήρεμη , όπως τότε που την κοιτάζαμε μαζί, όμως αυτή τη φορά μοιάζει πιο απόμακρη, ίσως και λίγο ψεύτικη. Τη κοιτάω για λίγο, τρομάζω. Συνεχίζω να προχωράω. Φτάνω σε μια ξύλινη προβλήτα, σκουριασμένη, τρίζει, νομίζω θα πέσω. Στο τέλος της ειναι μια βαρκούλα, μοιάζει τόσο μόνη κι όμως δείχνει να μην έχει ανάγκη κανέναν. Με ένα μικρό φόβο την πλησιάζω, μπαίνω μέσα, κρατώ τα δυο μισοχαλασμένα κουπιά και ξεκινώ για ένα ταξίδι, δε ξέρω για που, δε μπορώ να διακρίνω...

Στη μέση του πουθενά, κοιτώ το φεγγάρι, βλέπω εσένα, αυτή τη φορά είσαι διαφορετικός, με τρομάζει η μορφή σου, νομίζω πως είσαι άλλος. Όμως όχι, απλά άλλαξες.

Καταιγίδα.
Τρικυμία.
Τρικυμία μέσα μας.

Η βαρκούλα μου δε θα κρατήσει για πολύ. Αναποδογυρίζει.
Η ψυχή μου δε θα κρατήσει για πολύ, αργοπεθαίνει.

Στη θάλασσα. Νομίζεις το νέρο θα σε πνίξει, θα σε πάρει μαζί του στο βυθό, ίσως και να το θέλω, εκεί τουλάχιστον θα είμαι μόνη μου, μακριά από όλους, ήρεμη μετα από πολύ καιρό. Όμως όχι. Έχω μάθει να κολυμπάω. "Θα τα καταφέρω", σιγοψιθυρίζω.
Κύματα, χτυπιούνται ανελέητα μεταξύ τους κι όμως μοιάζουν να αγαπιούνται... Τι ειρωνία!

Σαν τους ανθρώπους κι αυτά, μέσα στην καταιγίδα, στην αναμπουμπούλα, αλλάζουν γίνονται τρομακτικά, δεν έχουν μάθει να αντιστέκονται, πληγώνουν το ένα το άλλο, μέχρι να βγει πάλι ο ηλιος , έστω το αγαπημένο φεγγάρι, μέχρι να καταλάβουν πως δε βγάζει πουθενά.

Μέχρι να είναι πολύ αργά...

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Μισή αλήθεια...


Τρέμω. Δεν είναι το κρύο της νύχτας. Είναι η μισή μου αλήθεια, ο πόνος της θλίψης. Σε κοιτάζω να φεύγεις.... "Τι έκανα;", σκέφτομαι...

Κατηφορίζεις... Σε κοιτώ και πέφτω, όμως οχι ψυχή μου, μη κοιτάζεις πίσω, συνέχισε να περπατάς, συνέχισε, σε παρακαλώ. Φύγε, φύγε μακριά μου, φύγε και ξέχνα με για μια στιγμή. Για μια στιγμή. Μη νομίζεις, μην υποθέτεις.

Φοβάμαι.
Όμως... τέλος. Όχι πια, λίγες ώρες μονάχα. Λίγες.

Οι μισές αλήθειες είναι χειρότερες από τα ψέματα. Σου αφήνουν πολλά περιθώρια λάθους, σκέψης... Το ψέμα είναι επίσης άσχημο, όμως είναι εύκολο, όμως τοσο δυσκολο να το χρησιμοποιησω.

Η αλήθεια. Δύσκολο πράγμα. Πληγώνει τους ανθρώπους, όμως την αγαπώ τόσο πολύ... έχει μια μαγεία, μια δόση ζωής. Πιστεψέ με, η μισή αλήθεια μου είναι γιατί φοβάμαι, όχι γιατί περιμένω τον "από μηχανής θεό".

Κοίτα με στα μάτια. Μη φοβάσαι να κολυμπήσεις μέσα τους.
Μη νομίζεις, όμως, πως ξέρεις.

Ξάπλωσε, εδώ. Δίπλα μου. Θα σου πω ένα παραμύθι, αλλιώτικο από τα άλλα, αληθινό, τόσο αληθινό όπως το άγγιγμα, το κλάμα, τα αστέρια, η θάλασσα. Μη τρομάξεις, μη κλάψεις. Το τέλος είναι αληθινό, δικό μου, αγάπησε το.

Αγάπησέ το όπως αγάπησα εγώ τη δική σου.

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Σ' αγαπώ να προσέχεις



Με κοιτάς μες τα μάτια
μα ποτέ σου δεν είδες
τα σβησμένα μου φώτα
τις χαμένες μου ελπίδες.

Το μηδέν του Σαββάτου
της αυγής το γαμώτο
με κοιτάς και σωπαίνεις
κι η σιωπή κάνει κρότο.

Με κοιτάς λες και είμαι
τρύπιο πάνω σου ρούχο
μου ζητάς να σκοτώσω
την αγάπη που σου 'χω.

Και φοβάμαι μη φύγεις
ο αέρας παγώνει
κι η καυτή σου ανάσα
το μυαλό μου θολώνει.

Και φοβάμαι μη φύγεις
μα άλλο δρόμο δεν έχεις
και σου γράφω στο τζάμι
σ' αγαπώ να προσέχεις.

Με κοιτάς μες τα μάτια
κι απορείς που δεν κλαίνε
η αγάπη δε φεύγει
είναι μέσα μας λένε.

Κάπου αλλού ταξιδεύεις
κι όμως πλάι μου είσαι
μεσ' την τρέλα του κόσμου
μ' αγνοείς κι αγνοείσαι.

Με κοιτάς μες τα μάτια
και η μέρα τελειώνει
σαν τον ήλιο που φεύγει
με κοιτάς και νυχτώνει.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Χωρίς τίτλο...


Δρόμοι.
Μονοπάτια.
Ησυχία.
Σκοτάδι.
Φίλος - το φεγγάρι.

Πρέπει να είναι περασμένες δύο. Ανοίγω την ξύλινη πόρτα της αυλής, ακούω ένα τρίξιμο τρομακτικό μέσα στην απόλυτη σιωπή. Απομακρύνομαι. Ο αέρας κλείνει αργά, αλλά βασανιστικά την πόρτα που είχα αφήσει ανοιχτή. Σαν ενα σημάδι, σα να έπρεπε να το κάνω εγώ. Πρέπει να κλείσω μια πόρτα. Μονάχα μία και ας μην είναι η μοναδική.

Έχω περπατήσει αρκετά πια, με γρήγορα και αποφασιστικά βήματα. Ξαφνικά, το βήμα μου γίνεται πιο αργό, πιο φοβισμένο, ίσως λίγο ασταθές. Κοντοστέκομαι. Κοιτάω γύρω μου. Τρία μονοπάτια. Τρεις επιλογές. Τρεις απλές σκέψεις. Τόσο απλές που δύσκολα τις διακρίνω. Το μπροστά μονοπάτι μοιάζει να είναι η συνέχεια του δρομου μου, μόνο που έχει μια άλλη όψη σκοτεινή, μοναχική. Τα φυλλώματα των δέντρων ακούγονται να ουρλιάζουν. Στο βάθος, το παγκάκι είναι σπασμένο. Οι σκιές, ακίνητες, στάσιμες, νομίζεις πως κρύβονται.
Άραγε από φόβο ή από πόνο;
Το μονοπάτι της μοναξιάς. Μοιάζει για δύσκολη διαδρομή και όμως η σκέψη της απλή, η επιλογή της εύκολη.
Διστάζω.

Κοιτάω προσεχτικά τα δύο άλλα μονοπάτια. Θα μπορούσες να τα πεις τα μονοπάτια των ψυχών, ίσως της αγάπης.

Νομίζω παρασύρομαι, στρίβω δεξιά, τι όμορφο μονοπάτι! Κάθε τι μοιάζει να με αγκαλιάζει. Το ήρεμο αεράκι, η σιγουριά της ασφάλειας, το φως του μισοφέγγαρου με λούζει ολόκληρη. Τα δέντρα μοιάζουν φιλικά, αγαπημένα. Νομίζεις θα είναι εκεί συνεχώς να σου κρατάν συντροφιά, να σε προσέχουν. Νομίζεις. Δε κρύβονται πίσω από ψέματα, μονάχα με αλήθειες γυροφέρνουν.
Κι όμως θα μπορούσαν να είναι ένα πανέμορφο ψέμα.
Είναι.
Κάνω ακόμη ένα βήμα. Νομίζω πως διάλεξα το δρόμο μου, το δρόμο της ζωής.
Προχωράω λίγο ακόμη.
Ξαφνικά δεν υπάρχει τίποτα. Το απαλό αεράκι, σαν ψέμα, με αγκαλιάζει και πάλι... μου υπενθυμίζει γλυκά πως δεν είμαι μόνη.
Όμως σκέψεις. Σκέψεις σκόρπιες. Κοιτάζω πίσω μου. Το τρίτο μονοπάτι δε το κοίταξα καν. Κάτι με οδήγησε εδώ, μια δύναμη περίεργη, πάθος το είχε πει ο Φίλος.

Γυρίζω γρήγορα προς τα πίσω, γρήγορα, φοβάμαι μην κάνω λάθος που αφήνω αυτή τη διαδρομή. Μπορώ να ξαναγυρίσω όμως.

Ξανά στην αρχή. Κοιτάζω αριστερά μου. Αυτό το μονοπάτι έχει κάτι το ιδιαίτερο. Δε μοιάζει με τα άλλα, δε δηλώνει τίποτα απόλυτο, καμιά ασφάλεια. Τα δέντρα όμως, έχουν μια ιδιαίτερη ομορφιά, το αεράκι με αγκαλιάζει με έναν πρωτόγνορο τρόπο. Η διαδρομή σε κάθε σημείο της μοιάζει διαφορετική.
Και το φεγγάρι.
Το φεγγάρι είναι ολοστρόγγυλο, γεμάτο φως, νομίζεις θα σε κάψει, κι όμως σου κρατάει μια γλυκιά συντροφιά, αλλιώτικη. Μοιάζει με φίλο. Φίλο καρδιάς, φίλο ψυχής.
Φεγγάρι. Πρόσωπο.
Εσύ.

Ίσως μετανιώσω για τη διαδρομή αυτή, όμως έχει κάτι μοναδικό, μεθυστικό. Ξεκινώ να προχωράω. Αργά. Αποφασιστικά. Οι πρώτες κινήσεις μοιάζουν ίδιες, τα αισθήματα, επίσης, όμως συνεχίζω. Κοιτώ για μια στιγμή πίσω. Σκέφτομαι εσένα. Ίσως να μην είναι αργά. Κοιτάω ξανά το φεγγάρι. Ο δρόμος μπροστά μου είναι πιο φωτεινός, ίσως να με παραπλανά, όμως έχω ήδη αρχίσει να ακολουθώ αυτή τη διαδρομή. Μπορεί να διάλεξα λάθος... αλλά.

"Αξίζει να υπάρχεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει."

Καλή συνέχεια μονοπάτι της ζωής.
Ήσουν λίγο για μένα... ίσως πολύ.
Να με θυμάσαι. Να με ξεχνάς.
Να προσέχεις.

"δεν ξέρω αν φεύγεις, τώρα, για το λίγο μου ή αν αυτό που νιώθω ήταν πολύ πολύ για σένα, πολύ για σένα."

_σκέψεις μονάχα μια στιγμής._

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Αυτοσυγκέντρωση


Απογοήτευση.
Απογοήτευση από εσένα, από εμένα.

Τι ήχο κάνει το δάκρυ όταν πέφτει;
Τι χτύπο έχει η καρδιά όταν πονά;
Τι χρώμα έχουν τα μάτια όταν κλαίνε;
Τι χρώμα έχει η ψυχή όταν χάνεται;

Το δάκρυ είναι σιωπηλό, ο ήχος όταν πέφτει βαρύς. Η ζωή του μικρή, η σημασία του μεγάλη. Ο χτύπος τη καρδιάς, αργός, βαρύς, δύσκολος, προσπαθεί να επιβιώσει. Το χρώμα των ματιών, κόκκινο, γυαλιστερό, δηλώνει την ύπαρξη των δακρύων. Και η ψυχή. Αυτή δεν έχει κανένα χρώμα όταν χάνεται... ίσως και να έχει άπειρα, όμως τίποτα ξεκάθαρο. Η ψυχή παίρνει το χρώμα των ματιών, το χρώμα της λύπης, το χρώμα του πόνου, το χρώμα της απογοήτευσης. Έχει ήχους πολλούς, σιωπηλούς, αργούς. Η ψυχή.

Όταν όμως ένας από τους πιο κοντινούς σου ανθρώπους δε σε εμπιστεύεται, τότε η ψυχή δεν έχει κανένα χρώμα, κανέναν ήχο. Κολυμπάει μέσα σε μια λίμνη και πνίγεται. Τότε ποιος θα τη σώσει; ποιος θα τη βοηθήσει;
Κανένας.
Θα πρέπει να βρει μόνη της τρόπο να σωθεί, να παλέψει και να κολυμπήσει μέχρι την ακτή και τότε όλα θα είναι καλύτερα. Θα είναι μια άλλη μέρα. Καλύτερη.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Φόβος...


Φόβος.
Φόβος καρδιάς.

Σε κοιτάω. Μου μιλάς. Και μετά σιγή. Μετά.
Μιλάει η καρδιά ή προσπαθεί να κρυφτεί;
Φοβάμαι. Μια αγκαλιά μονάχα. Τι φοβάμαι άραγε... το άνοιγμα της καρδιάς ή το σπάσιμο της; Μήπως φοβάμαι τη δική σου καρδιά, ράγισε βλέπεις πολλές φορές, ναι... αυτό φοβάμαι... και άμα ραγίσει ακόμη μία, θα κοπώ. Θα κοπώ. Και το αίμα θα τρέξει σα τη βροχή και εγώ θα χαθώ. Θα χαθώ. Μετά, μετά δε θα είμαι εγώ, θα έχω χάσει κάτι από μένα.

Κρυφά. Κρυφά λόγια, κρυφές σκέψεις. Πάντα κάτι κρύβουμε... σημασία έχει γιατί. Γιατί. Ίσως ο φόβος, ο φόβος του αποτελέσματος, ο φόβος του πόνου, ο φόβος της σκέψης. Φόβος. Και όλα αυτά, καταλήγουν σε ένα σταυροδρόμι. Και εκεί χάνεσαι, χάνεσαι γιατί φοβάσαι, ή μήπως επειδή δεν ξέρεις. Άγνοια, λοιπόν, άγνοια γιατί; Όχι δε μπορεί να είναι άγνοια. Ίσως συναίσθημα. Ένα νήμα, από τη μία η αγάπη...απο την άλλη το τίποτα, ένα νήμα λεπτό και πώς να το ξεχωρίσεις. Μπέρδεμα.

Και μετά... Μετά η απορία. Ο δρόμος, η βρόχη, το σκοτάδι, η μοναξιά. Μια φιγούρα στο πλάι, μια ιδέα φίλου, ίσως να βοηθήσει, ίσως βοηθάει. Στενό, στροφή, αλλαγή πορείας, αλλαγή κατεύθυνσης. Διαδρομή τέλος. Σκέψεις πολλές.

Και μετά.

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Κολυμπώντας στον αέρα

Παίρνω φόρα και βουτάω…. Βουτάω στα βαθιά…..

Στα βαθιά για μένα, ίσως ρηχά για σένα.

Δε ξέρεις τι είναι δύσκολο και τι είναι εύκολο για μένα…

Για σένα ίσως ναι για μένα σίγουρα ΟΧΙ.

Μάθε το επιτέλους πως η θάλασσα δεν ανήκει σε κανέναν μας, αλλά ανήκει σε όλους μας, απλά ο καθένας έχει το δικό του χώρο.

Γιατί λοιπόν εφ’ όσον έχεις το δικό σου χώρο (και πίστεψε με είναι μεγαλύτερος) μπαίνεις στον δικό μου;

Τόσο νερό γιατί πρέπει να δημιουργείς κύματα εδώ που βρίσκομαι εγώ; Μπορώ με το δικό μου ρυθμό να κολυμπώ και να προσπαθώ στις τρικυμίες, άλλωστε δε μου μοιάζεις για δελφίνι, αλλά για καρχαρία (ξέρεις από αυτούς που αν δε πεινάνε είναι οι καλύτεροι φίλοι και άμα πεινάνε γίνονται οι καλύτεροι φαγάδες…)

Λες πώς εγώ σου ταράζω τα νερά…. Μα τι φταίω που εγώ ήρθες ΕΣΥ και «εγκαταστάθηκες» δίπλα μου; Άσε με να πάρω τους φίλους μου τα δελφίνια –όχι τους καρχαρίες- και να κολυμπήσω μαζί τους στην τρικυμία, στο σκοτάδι, αλλά και σε αυτή την απόλυτη, μυστήρια και προσιτή θάλασσα!

Ναι θυμάμαι που μου είπες πως η θάλασσα δεν είναι πάντα καλή, όταν μου μάθαινες να κολυμπώ…. μα ακόμη και τότε έχει τη θετική της πλευρά! Έμαθα να κολυμπώ και ίσως να σε χρειάζομαι σε αρκετές στιγμές, αλλά θα πρέπει να καταλάβεις πως υπάρχουν και αυτές οι στιγμές του απόλυτου γαλάζιου, της απέραντης ξεγνοιασιάς, που θέλω να είμαι εγώ και τα δελφίνια, χωρίς καρχαρίες, χωρίς εσένα ίσως μερικές φορές και χωρίς εμένα, -για να βρω εμένα-.

Ξέρεις όλοι θέλουμε τις βουτιές μας, αυτές που θα τις κάνουμε μόνοι μας, χωρίς να σκεφτούμε τον καρχαρία που μπορεί να βρίσκεται από κάτω…. Όμως ξέρω πώς να τον νικήσω, όχι πως απαραίτητα θα τα καταφέρω, αλλά τουλάχιστον θα προσπαθήσω, ίσως να είσαι κοντά και να με βοηθήσεις, ίσως και να μην είσαι, δε με πειράζει ότι κι αν συμβεί.

Εσύ μου έμαθες να κολυμπώ, δε μπορώ να σε διώξω.

Εσύ μου έμαθες να κάνω βουτιές, δε μπορώ να σε απορρίψω.

Εσύ μου έμαθες να γνωρίζω τους καρχαρίες, αλλά να εμπιστεύομαι τα δελφίνια, δε μπορώ να σε απομακρύνω.

Εσύ μου έμαθες να προσέχω στις τρικυμίες, δε μπορώ να μη σε εμπιστευτώ.

Μήπως όμως πρέπει να μάθεις και εσύ κάτι από μένα;;;;

Ωραία η θάλασσα, ωραίες οι βουτιές, μυστήριες οι τρικυμίες, αλλά μήπως εσύ πρέπει να μάθεις να ΠΕΤΑΣ;

Ναι να πετάς, τι κι αν είσαι δελφίνι -ή καρχαρίας κάποιες φορές-, μπορείς πάλι να πετάξεις, να αφεθείς, να κολυμπήσεις στον αέρα και να πετάξεις στη θάλασσα…

Θα σου δείξω λοιπόν πώς να πετάς, για να μάθεις να ονειρεύεσαι.

Θα σου δείξω πώς να πετάς, για να γνωρίσεις και την άλλη πλευρά του κόσμου.

Θα σου δείξω πώς να πετάς, για να μάθεις να κολυμπάς.

Θα σου δείξω πώς να πετάς για να μάθεις να εκτιμάς.

Θα σου δείξω πώς να πετάς για να μάθεις να αφήνεσαι, όχι μόνο στο θαλασσινό νερό, αλλά και στον δροσερό αέρα, σε αυτόν που τα όνειρα σου θα «παν προς ολοταχώς».

Θα σου μάθω πώς να κολυμπάς, χωρίς να κουνιέσαι, χωρίς να υπάρχει νερό ή αέρας, ίσως τότε καταλάβεις τον κόσμο μου, που τώρα ονομάζεις αφηρημένο, ταξιδεμένο, αβάσιμο και μερικές φορές αναίσθητο…. Θα δεις ότι όλα αυτά που λες εσύ τελικά είναι αυτά που χαρακτηρίζουν το δικό σου κόσμο και όχι τον δικό μου.

Μάθε μου να κολυμπώ, να σου μάθω να πετάς.