Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

ΕΝΑΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΙΟΥΛΗ...

-Σε αγαπάω!.. , ψιθύρησε, μα δεν πήρε απάντηση...
Κουρνιασμένη στα ηλιοκαμένα απ'την πυρά του καλοκαιρινού ήλιου μπράτσα του ένιωθε τη γη να χάνεται κάτω απ΄τα πόδια της κ την καρδιά της να χτυπά αργά στο ρυθμό τησ ανάσας του. Είχε μείνει άγαλμα να περιμένει μιαν απάντηση, ένα φιλί, μια σιωπηλή ανταπόκριση που θα τησ μαρτυρούσε την αγάπη του. Ο χρόνοσ κυλούσε κ αύτοσ στεκόταν πέτρινος με το βλέμμα του κολλημένο στα μαύρα μάτια της.
Το μυαλό της ήταν έτοιμο να εκραγεί, τα χέρια της έτρεμαν, κ αυτό δεν οφειλόταν στη θαλασσινή αύρα που τους περικύκλωνε. Περίμενε να ακούσει την επανάληψη των λέξεων, που η ίδια είχε προφέρει πριν λίγες μόλις στιγμές, βγαλμένες τούτη τη φορά απ΄τα δικά του χείλη. Ήλπιζε πως η αγάπη τους μπορούσε να αναστηθεί, πως η δύναμή της ήταν ικανή να κάνει τον εφιάλτη ξανά παραμύθι. Μα τα μαχαίρια που'χε καρφώσει στο σώμα του είχαν αφήσει πλήγες από αυτές που δεν γιατρεύονται έχοντας για χάπι έναν περίπατο στην παραλία, ένα χαμόγελο ή δυο φιλιά.
-Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ πια να πω το ίδιο.. της απάντησε κ πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Η εικόνα του μίκραινε κ τα μαύρα δάκρυα που βάραιναν τα βλέφαρα της έβαφαν γκρι τη λευκή του εικόνα.

Καθόταν μόνη στην άκρη του βράχου που τον ξέπλενε το κύμα κ τα δάκρυα της γίνονταν ένα με τις σταγόνες που ξεπετάγονταν απ΄την αφρισμένη θάλασσα. Είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος, είχε ξανάρθει ο Ιούλης. Κοιτούσε με τη ματιά θολωμένη το μέρος που τον είδε για στερνή φορά. Ξαναπερπάτησε μαζί του δίπλα στην άμμο, αλλά τα ίχνη που αφηνάν στην άμμο ήταν μόνο από δύο πόδια.. Τον πήρε αγκαλιά κ λικνιστίκανε πάλι στο φύσημα του ανέμου, όμως κανείς δεν της ξεμπέρδεψε τα ανακατομένα της μαλλιά.. Κούρνιασε σαν να χανότανε για ακομη μια φορά στα δυο του μπράτσα...
-Σε αγαπάω!.. ,ψιθύρησε, μα δεν πήρε απάντηση......